σθένος

σθένος
σθένος, εος, τό,
A strength, might, esp. bodily strength, freq. in Il., less freq. in Od.;

κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Il.17.329

; ἀλκῆς καὶ σθένεος ib. 499;

χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει 20.361

; ποδῶν χειρῶν τε ς. Pi.N.10.48; opp. φρήν, ib.1.26;

γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἢ σθένος χερῶν S.Fr. 939

: c.inf., ἐν δὲ σ. ὦρσεν ἑκάστῳ . . πολεμίζειν strength to war, Il.2.451;

σ. ποιεῖν εὖ φερέγγυον A.Eu.87

;

σ. ὥστε καθελεῖν E.Supp.66

(lyr.): less freq. of the force of things, as of a stream, Il.17.751;

σ. ἀελίου Pi.P.4.144

; [

ἄρουραι] σθένος ἔμαρψαν Id.N.6.11

: σθένει by force, S.OC 842 (lyr.), E.Ba.953; λόγῳ τε καὶ σθένει both by right and might, S. OC68;

ὑπὸ σθένους E.Ba.1127

; παντὶ σθένει with all one's might, freq. in treaties, SIG122.6, al., Foed. ap. Th.5.23, Pl.Lg.646a—the only phrase in which early prose writers use the word (cf. infr. 111); found in LXX, Jb.4.10, al.
2 later, generally, strength, might, power, moral as well as physical,

ἀνάγκης A.Pr.105

;

τῆς ἀληθείας S.OT369

; ἀγγέλων ς. their might or authority, A.Ch.849: c. gen. obj., ἀγωνίας ς. strength for conflict, Pi.P.5.113 (s.v.l., -ίαις Bgk.); εἰ σ. λάβοιμι if I should gain strength enough, S.El.333, cf. 348, etc.
II a force of men, Il.18.274; ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι ς. S.Aj.438: but in both places sense 1.1 is more prob.
2 metaph., quantity, profusion,

σ. πλούτου Pi.I.3.2

; ὕδατος, νιφετοῦ, Id.O.9.51, Fr.107.11.
III periphr., like βίη, ἴς, μένος, σ. Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος, Ὠαρίωνος, etc., for Idomeneus, Orion, etc. themselves, Il.13.248, 18.486, Hes.Op.598, etc.; σ. ἵππων, ἵππιον, Id.Sc.97, Pi.P.2.12, etc.:—in Pl. Phdr.267c, Χαλκηδονίου ς. is ironical.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σθένος — strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

  • σθένος — το ους 1. ισχύς, δύναμη σωματική. 2. ηθική δύναμη, θάρρος: Δεν έχει το σθένος να τον αντιμετωπίσει. 3. (στη χημεία), ικανότητα του ατόμου ενός στοιχείου να ενώνεται με αριθμό ατόμων άλλου στοιχείου προς σχηματισμό χημικών ενώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σθένει — σθένος strength neut nom/voc/acc dual (attic epic) σθένεϊ , σθένος strength neut dat sg (epic ionic) σθένος strength neut dat sg σθένω to have strength pres ind mp 2nd sg σθένω to have strength pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένη — σθένος strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σθένος strength neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένεος — σθένος strength neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένους — σθένος strength neut gen sg (attic epic doric) σθενόω strengthen imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”